εὐ-κοινώνητος

εὐ-κοινώνητος

εὐ-κοινώνητος, der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκοινώνητος — η, ο (Α εὐκοινώνητος, ον) νεοελλ. αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός αρχ. αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”