εὐ-γλωσσία

εὐ-γλωσσία

εὐ-γλωσσία, , att. εὐγλωττία, Zungenfertigkeit, Ar. Equ. 837; von Vögeln, schöner Gesang, Ael. H. A. 17, 23; bei den Rhett. Wohlredenheit.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλωσσιά — η 1. φλυαρία 2. αυθάδεια 3. συκοφαντία …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιογλωσσία — η συγγενής ανικανότητα παραγωγής λαρυγγικών και ουρανικών φθόγγων χωρίς να υπάρχουν ανατομικές ή πνευματικές ανωμαλίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. idioglossie < idio (πρβλ. ιδιο ) + glossie (πρβλ. γλωσσια < γλωσσος < γλώσσα)] …   Dictionary of Greek

  • μακρογλωσσία — η ιατρ. υπέρμετρη ανάπτυξη τού όγκου τής γλώσσας, που μπορεί να είναι συγγενής ή μυϊκής προέλευσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macroglossia < macro (< μακρο *) + glossia (< γλωσσία < γλωσσος < γλώσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”