εὐ-γλυφής

εὐ-γλυφής

εὐ-γλυφής, dasselbe, κάλαμοι, Damochar. 2 (VI, 63).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλυφῆς — γλυφεύς carver masc nom pl γλυφεύς carver masc nom/voc pl γλυφή carving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευγλυφής — εὐγλυφής, ές (Α) ο εύγλυπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. αρτι γλυφής, νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυφής — λιθογλυφής, ές (Α) ο λαξευμένος σε λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. ευ γλυφής, νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • νεογλυφής — νεογλυφής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από τον γλύπτη πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. πολυ γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυγλυφής — ές, ΜΑ 1. (για γλυπτά και αρχιτεκτονικά έργα) αυτός που έχει πολλές γλυπτικές παραστάσεις 2. ο στολισμένος με γλυπτικό διάκοσμο («πολυγλυφέων πυλεώνων», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλυφής (< γλύφω «λαξεύω, σκαλίζω»), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτογλυφής — ές, Α αυτός που για πρώτη φορά ή πρόσφατα λαξεύθηκε με γλύφανο («οἷα καὶ νηῷ πρωτογλυφὲς ξόανον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • σμαραγδογλυφής — ές, Μ αυτός που έχει σμιλευθεί σε σμάραγδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + γλυφής (< γλύφω), πρβλ. νεο γλυφής] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιογλυφής — ( ούς), ές 1. αυτός που έχει σχήμα δακτυλίου 2. βοτ. «δακτυλιογλυφή αγγεία» αγγεία φυτών από επάλληλους κρίκους κυττάρων που μοιάζουν με δακτυλίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + γλυφής < γλύφω] …   Dictionary of Greek

  • φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φτέρνα — η 1. στο κατώτατο τμήμα του ανθρώπινου ποδιού το πίσω μέρος, το αντίθετο με τα δάχτυλα, και ιδίως το πίσω του πέλματος, της πατούσας. 2. σε αυτό το μέρος το ακραίο μεγάλο κόκαλο του ταρσού, όπου κρατιέται ο αχίλλειος τένοντας. 3. το μεγαλύτερο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”