- εὐ-κατ-αγώνιστος
εὐ-κατ-αγώνιστος, leicht niederzukämpfen, Pol. 4, 4, 8; Luc. Tyrannic. 22; D. Sic. 20, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατ-αγώνιστος, leicht niederzukämpfen, Pol. 4, 4, 8; Luc. Tyrannic. 22; D. Sic. 20, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκαταγώνιστος — εὐκαταγώνιστος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που κυριεύεται εύκολα 2. αυτός που καταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αγωνιστος (< κατ αγωνίζομαι «υπερισχύω, αγωνίζομαι εναντίον»), πρβλ. δυσ κατ αγώνιστος] … Dictionary of Greek