- εὐ-κατα-κόμιστος
εὐ-κατα-κόμιστος, leicht herunterzuschaffen, Strab. XII, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-κατα-κόμιστος, leicht herunterzuschaffen, Strab. XII, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομιστή — κομιστή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κομιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομιστός, ρηματ. επίθ. τού κομίζω] … Dictionary of Greek