εὐ-κρινής

εὐ-κρινής

εὐ-κρινής, ές, wohl geschieden, – a) wohl geordnet, Hippocr.; παραρτέεσϑαι πάντα καὶ εὐκρινέα ποιέεσϑαι, Alles in gute Ordnung bringen u. in Stand setzen, Her. 9, 42; vgl. Xen. Hipparch. 3, 3. – b) in gutem Zustande, gesund, Hippocr.; τὸ σωμάτιον οὐκ εὐκρινὲς ὄν, ἄλλ' ἔχον ἄττα σίνη Isocr. epist. 4, 11. –. Daher von der Luft, rein, klar, αὖραι Hes. O. 672; ἄνεμος Schol. Il. 14, 16. – Uebertr., c) deutlich, γνῶσις εὐκρ. γενήσεται Is. 10, 2; εὐκρινῆ ποιεῖν τὸν λόγον Hermogen. – Bei Suid. auch = genesend, u. euphemistisch vom Verstorbenen. – d) von Krankheiten, sich leicht entscheidend, oder Symptome, die eine gute Entscheidung anzeigen, Hippocr. – Adv. εὐκρινῶς, ion. εὐκρινέως, in Ordnung, ordentlich, Xen. Oec. 8, 19; deutlich, εὐκρινῶς ἔχειν, Plat. Soph. 242 c; εὐκρινέστερον ἰδεῖν Rep. VIII, 564 c; nicht entschieden, οὐκ εὐκρ. οὔτ' ἐπὶ νότον, οὔτ' ἐπὶ τὰς ἀνατολάς Strah. XVI, 779.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρίνης — κρί̆νης , κρίνω separate aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίνῃς — κρί̱νῃς , κρίνω separate aor subj act 2nd sg κρί̱νῃς , κρίνω separate pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοκρινής — ές (για εξωκρινή αδένα) αυτός τού οποίου το έκκριμα αποτελείται από ολόκληρα εκκριτικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. holocrine < ολ(ο) * + κρινής (< κρίνω «χωρίζω, αποφασίζω»), πρβλ. μερο κρινής, ειλικρινής (ειλι κρινής (< …   Dictionary of Greek

  • μεσοκρινής — μεσοκρινής, ές (Α) 1. αυτός που χωρίζει κάτι στη μέση 2. φρ. «μεσοκρινής (κίων)» ο στύλος που τοποθετούσαν οι μεταλλωρύχοι στα υπόγεια ορύγματα τών ορυχείων για να συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κρινής (< κρίνω),… …   Dictionary of Greek

  • φυλοκρινώ — έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ 1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾱν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.) 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῑον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.) αρχ. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ενιππέα, δήμος — Νέος δήμος (4.586 κάτ.) του νομού Λαρίσης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Γεωργίου, Βασιλή, Κατωχωρίου, Κρίνης, Μεγάλου Ευυδρίου, Πολυνερίου, Σταυρού και Υπερείας, οι οποίες καταργήθηκαν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”