εὐ-εργία

εὐ-εργία

εὐ-εργία, ἡ, = εὐεργεσία, Ios., l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἐργίας — Ἐργίᾱς , Ἐργίας masc acc pl Ἐργίᾱς , Ἐργίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοεργία — καλοεργία, ἡ (Α) εκτέλεση αγαθών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργία (< εργός < ἔργον), πρβλ. αγαθο εργία, φιλ εργία] …   Dictionary of Greek

  • κηρουργία — κηρουργία, ἡ (Α) η παρασκευή ή παραγωγή κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κηρο εργία με συναίρεση < κηρός + εργία < εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι ουργία, υαλ ουργία] …   Dictionary of Greek

  • τριψεργία — ἡ, Μ αναβολή εκτέλεσης μιας εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριψ τού τρίβω (πρβλ. αόρ. ἔ τριψ α) + εργία (< εργος < ἔργον), πρβλ. φιλ εργία] …   Dictionary of Greek

  • Crasis — Sound change and alternation Metathesis Quantitative metathesis …   Wikipedia

  • Асинергия — (от др. греч. ἀ   приставка со значением отсутствия и др. греч. συνεργία, от др. греч. συν  вместе, др. греч …   Википедия

  • αλλεργία — (Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο με 14,1, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής Α. περιφέρεται γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρόνιο — Στοιχειώδες σωμάτιο με μάζα ηρεμίας m0 = 9,109 · 10 28 γραμμάρια, ίση προς 1/1.840 της μάζας του πρωτονίου, και του οποίου το φορτίο ισούται με 1,6 · 10 19 κουλόμπ. Αυτό το φορτίο μπορεί να είναι αρνητικό ή θετικό. Η ονομασία η. αναφέρεται συχνά… …   Dictionary of Greek

  • ματαιοεργία — ματαιοεργία, ἡ (Α) μάταιη εργασία, ματαιοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ματαιοεργός (πρβλ. αγαθο εργία)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαέργιο — το μετρολ. μονάδα έργου ίση με 1.000.000 έργια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”