εὐ-εργέτης

εὐ-εργέτης

εὐ-εργέτης, , der gut thut, der Wohlthäter, auch adj. ἀνήρ, Pind. Ol. 2, 104; Soph. Ant. 284; βροτοῖσι Eur. Herc. Für. 1252, wie Her. 6, 30; γῆς Eur. Rhes. 151; Plat. u. A.; bes. ein Ehrentitel der Männer, die sich um den Staat Verdienste erworben haben, bei den Persern εὐεργέτης βασιλῆος ἀνεγράφη, Her. 8, 85; so Plat. μέγιστος εὐεργ. παρ' ἐμοὶ ἀναγεγράψει Gorg. 506 c; Xen. Hell. 6, 1, 4 πρόξενος ὑμῶν ὢν καὶ εὐεργ. ἐκ πάντων προγόνων; Vect. 3, 11; Inscr. 84. 1052. Vgl. εὐεργεσία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παντεργέτης — και παντεργάτης, ὁ, ΜΑ αυτός που κατασκευάζει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παντεργέτης < παντ(ο) * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης, παν εργέτης, ενώ ο τ. παντεργάτης < παντ(ο) * + ἐργάτης] …   Dictionary of Greek

  • πανεργέτης — ὁ, Α (ως επίθετο τού Διός) αυτός που πράττει, τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εργέτης (< ἔργον + επίθημα έτης, πρβλ. οἰκ έτης: οἶκος), πρβλ. κακ εργέτης] …   Dictionary of Greek

  • ЭВЕРГЕТ —    • Ευεργέτης,          благодетель, в Греции почетный титул, который часто давался в соединении с проксенией и другими привилегиями иностранцам, оказавшим большие услуги государству …   Реальный словарь классических древностей

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ …   Dictionary of Greek

  • κακοεργέτις — κακοεργέτις, ἡ (Α) αυτή που κάνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. *κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο εργός (< κακ(ο) * + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης] …   Dictionary of Greek

  • καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”