εὐ-εργέτις

εὐ-εργέτις

εὐ-εργέτις, ιδος, ἡ, fem. zu εὐεργέτης, die Wohlthäterinn, Eur. Alc. 1058; ψυχὴ εὐεργ. Plat. Legg. X, 896 e; Sp., wie D. Sic. 1, 2; Luc. salt. 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] …   Dictionary of Greek

  • κακεργέτης — και κακεργάτης, ὁ, θηλ. κακεργέτις και κακεργάτις (Α) (ως σκωπτικό όνομα τού Πτολεμαίου Ζ σε αντίθεση με τον Πτολεμαίο Β τον Ευεργέτη) αυτός που εργάζεται το κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακο ερ γός (< κακ(ο)* + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης (βλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”