εὐαστής

εὐαστής

εὐαστής, , der Eua Rufende, bacchantisch Jubelnde, Silen, Orph. H. 53, 5; Dionysus selbst, Procl. 5 (App. 69); Bacchant, Σάτυρος εὐασταῖς σύντροφος Ep. ad. 412 (Plan. 15); D. Hal. 5, 47 nennt so die römische ovatio, s. auch εὖα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαστής — εὐαστής, οῡ και εὐάστης, ου, ὁ (Α) [ευάζω] 1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει 2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» ο Βάκχος β) «εὐαστὴς θρίαμβος» ο μικρός θρίαμβος, ο εύας* …   Dictionary of Greek

  • εὐαστής — one who cries masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐασταῖς — εὐαστής one who cries masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαστήν — εὐαστής one who cries masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εύας — Εὔας, αντος, ὁ (Α) επίθετο τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ευαστής (ενν. θεός) (πρβλ. πέλας, πελαστής)] …   Dictionary of Greek

  • ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… …   Dictionary of Greek

  • ευαστήρ — εὐαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ευάζω] βλ. ευαστής …   Dictionary of Greek

  • ευαστικός — εὐαστικός, ή, όν (Α) [ευαστής] ο βακχικός …   Dictionary of Greek

  • εύας — εὔας, ὁ (Α) ο μικρός ρωμαϊκός θρίαμβος («τὸν δὲ ἐλάττω καταγαγεῑν εἰς τὴν πόλιν, ὅν εὔαν Ἕλληνες, ὄβαν δὲ Ῥωμαῑοι καλοῡσι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ευαστής «θρίαμβος» (πρβλ. πέλας, πελαστής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”