εὐαστήρ

εὐαστήρ

εὐαστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; so heißen die Kureten, Orph. H. 30; Bacchus selbst, M. Argent. 26 (IX, 246).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαστήρ — εὐαστήρ, ῆρος, ὁ (Α) [ευάζω] βλ. ευαστής …   Dictionary of Greek

  • εὐαστήρ — in masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαστῆρα — εὐαστήρ in masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαστῆρες — εὐαστήρ in masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐαστῆρι — εὐαστήρ in masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευάστειρα — εὐάστειρα, ἡ (Α) [ευαστήρ] θηλ. τού ευαστήρ* …   Dictionary of Greek

  • ευάζω — εὐάζω και εὐιάζω (Α) κραυγάζω, βοώ «εὐαί» προς τιμήν τού Βάκχου και το μέσ. εὐάζομαι με την ίδια ενεργ. διάθ. («Βάκχιον εὐαζομένα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το επιφώνημα τών διονυσιακών τελετουργιών εύα + κατάλ. άζω. Κοινής προελεύσεως και… …   Dictionary of Greek

  • συνεαυστήρ — ῆρος, ὁ, Α συνεορταστής στις βακχικές γιορτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εὐαστὴρ (< εὐάζω «βακχεύω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”