εὐ-αρίθμητος

εὐ-αρίθμητος

εὐ-αρίθμητος, leicht zu zählen, also wenig an Zahl, Plat. Conv. 179 c; Xen. Hipp. 5, 5 u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀριθμητός — that can be counted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίθμητος — η, ο 1. ο αναρίθμητος 2. αυτός που δεν έχει ακόμη αριθμηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αριθμητός, αποκτώντας στερητική σημ. με τον αναβιβασμό του τόνου, ή < αριθμώ, κατά το σχήμα αγγίζω άγγιχτος] …   Dictionary of Greek

  • αριθμητός — ή, ό (AM ἀριθμητός, ή, όν και δωρ. τ. ἀριθματός) [αριθμώ] αυτός που είναι δυνατόν να αριθμηθεί, να υπολογιστεί …   Dictionary of Greek

  • αρίθμητος — η, ο βλ. αρίφνητος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀριθμητόν — ἀριθμητός that can be counted masc acc sg ἀριθμητός that can be counted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητοῖς — ἀριθμητός that can be counted masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητοί — ἀριθμητός that can be counted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητούς — ἀριθμητός that can be counted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητή — ἀριθμητός that can be counted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητῶς — ἀριθμητός that can be counted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμητῷ — ἀριθμητός that can be counted masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”