- εὐ-αρδής
εὐ-αρδής, ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-αρδής, ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄρδῃς — ἄρδω water pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαρδής — εὐαρδής, ές (Α) 1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.) 2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο αρδής] … Dictionary of Greek
νεοαρδής — νεοαρδής, ές (Α) αυτός που έχει ποτιστεί πρόσφατα («ὡς δ ὅτ ὀπωρινὸς Βορέης νεοαρδὲ ἀλωὴν αἶψ ἀγξηράνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αρδής (< ἄρδω «ποτίζω»), πρβλ. ευ αρδής] … Dictionary of Greek