εὐ-από-πτωτος

εὐ-από-πτωτος

εὐ-από-πτωτος, leicht herabfallend, Theophr., l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόπτωτος — θεόπτωτος, ον (Μ) αυτός τού οποίου η πτώση, η ήττα προήλθε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πτωτος (< πίπτω), πρβλ. α διά πτωτος, ετερό πτωτος] …   Dictionary of Greek

  • μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”