- εὐ-ύαλος
εὐ-ύαλος, von schönem Glase, v. l. bei Pallad. 24 (XI, 55) in der Anth. Planud.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-ύαλος, von schönem Glase, v. l. bei Pallad. 24 (XI, 55) in der Anth. Planud.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὕαλος — some kind of crystalline stone masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
ύαλος — η βλ. γυαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαντουρινοειδής ύαλος — Γυαλί που περιέχει ψήγματα χαλκού, ορατά με γυμνό μάτι. H χημική του σύσταση είναι: 41% SiO2, 9% Κ2O, 45% PbO, 5% CuO. Ονομάζεται και τεχνητός αβαντουρίνης … Dictionary of Greek
ὑάλοιο — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑάλοις — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑάλου — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑάλων — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑάλῳ — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑέλοιο — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem gen sg (epic) ὕελος some kind of crystalline stone fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑέλοις — ὕαλος some kind of crystalline stone masc/fem dat pl ὕελος some kind of crystalline stone fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)