εὐ-όροφον

εὐ-όροφον

εὐ-όροφον, τέγος, schön deckend, schön gewölbt, Antip. Th. 19 (IX, 59).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὄροφον — ὄροφος reed used for thatching houses masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Missionary position — This article is about the sex position. For the book by Christopher Hitchens, see The Missionary Position. The missionary position The missionary position is a man on top sex position usually described as the act in which the woman lies on her… …   Wikipedia

  • κατήλιψ — κατῆλιψ, ιφος, δωρ. τ. κατᾱλιψ, ἡ (Α) 1.σκάλα, κλίμακα («ἐπὶ τὴν κατήλιφα ἀναρριχησάμενος», Λουκιαν.) 2. το άνω πάτωμα οικίας 3. η σκάλα ή το δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 4. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμη, μεσότοιχον, δοκὸς ἡ ὑποβαστάζουσα τὸν… …   Dictionary of Greek

  • καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… …   Dictionary of Greek

  • χρυσογραφώ — έω, ΜΑ διακοσμώ με χρυσά γράμματα και σχέδια («ἐὰν λευκαίνῃ τοὺς τοίχους καὶ χρυσογραφῇ τὸν ὄροφον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γραφῶ (< γράφος*) …   Dictionary of Greek

  • όροφος — ο (Α ὄροφος) νεοελλ. 1. τμήμα οικοδομής ανάμεσα σε δύο οροφές, το οποίο αποτελείται από σύνολο δωματίων και διαμερισμάτων που έχουν στο ίδιο επίπεδο το δάπεδο και στο ίδιο ύψος την οροφή τους, πάτωμα κτηρίου 2. καθένα από τα τμήματα συστήματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”