- εὐ-όρμητος
εὐ-όρμητος, von wo man leicht aufbrechen u. gegen den Feind ziehen kann, Schol. Ap. Rh. 4, 900, Schäfer εὐόρμιστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-όρμητος, von wo man leicht aufbrechen u. gegen den Feind ziehen kann, Schol. Ap. Rh. 4, 900, Schäfer εὐόρμιστος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορμητός — ὁρμητός, ή, όν (Α) [ορμώ] ο δεκτικός κινήσεως, αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος … Dictionary of Greek
ὁρμητόν — ὁρμητός set in motion masc acc sg ὁρμητός set in motion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυόρμητος — ον, Α πολύ ορμητικός, πολύ σφοδρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὁρμητός (< ὁρμώ), πρβλ. αυθ όρμητος] … Dictionary of Greek
ευπαρόρμητος — εὐπαρόρμητος, ον (Α) αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ορμώ (πρβλ. α παρ όρμητος)] … Dictionary of Greek
ευόρμητος — εὐόρμητος, ον (Α) 1. αυτός που ορμά δυνατά, που ρέπει προς κάτι, ο επιρρεπής 2. εύορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορμητός (< ορμώ)] … Dictionary of Greek
παλινόρμητος — παλινόρμητος, ον (ΑΜ) αυτός που ορμά προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ὁρμητός (< ὁρμῶ)] … Dictionary of Greek
ὁρμητάς — ὁρμητά̱ς , ὁρμητής imperious person masc acc pl ὁρμητά̱ς , ὁρμητής imperious person masc nom sg (epic doric aeolic) ὁρμητά̱ς , ὁρμητός set in motion fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμητήν — ὁρμητής imperious person masc acc sg (attic epic ionic) ὁρμητός set in motion fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)