εὐ-όρκωμα, τό, = εὐορκία, Aesch. Ch. 888.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρκωμα — ὅρκωμα, τὸ (Α) [ορκώ] (ποιητ. τ.) όρκος … Dictionary of Greek
ὁρκώματα — ὅρκωμα oath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)