εὐ-όρκωτος

εὐ-όρκωτος

εὐ-όρκωτος, = εὔορκος, Poll. 1, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὁρκωτός — bound by oath masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορκωτός — ή, ό (Α ὁρκωτός, ή, όν) [ορκώ] 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί, ο ένορκος 2. αυτός που έχει γίνει με όρκο νεοελλ. φρ. α) «ορκωτό δικαστήριο» δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές οι οποίοι ορκίζονται προτού αναλάβουν τα καθήκοντά …   Dictionary of Greek

  • ορκωτός — ή, ό ο ένορκος που δεσμεύεται με όρκο για τη σωστή εκτέλεση έργου· «Ορκωτό δικαστήριο», δικαστήριο με λαϊκούς δικαστές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁρκωτούς — ὁρκωτός bound by oath masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοτός — ὀμοτός, ή, όν (Α) ορκωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ομο τού ὄμνυμι* + επίθημα τός, τή, τόν (πρβλ. μνησ τός)] …   Dictionary of Greek

  • ορκωτικός — ή, ό [ορκωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορκωτό …   Dictionary of Greek

  • ὁρκωταί — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom/voc pl ὁρκωτός bound by oath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωτοῦ — ὁρκωτής the officer who administers the oath masc gen sg ὁρκωτός bound by oath masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκωτάς — ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc acc pl ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτής the officer who administers the oath masc nom sg (epic doric aeolic) ὁρκωτά̱ς , ὁρκωτός bound by oath fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”