- εὐωχητής
εὐωχητής, ὁ, der Schmauser, der Gast, Schol. Aesch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐωχητής, ὁ, der Schmauser, der Gast, Schol. Aesch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευωχητής — εὐωχητής, ὁ (Α) [ευωχούμαι] συνευωχούμενος, συνδαιτυμόνας, συμπότης … Dictionary of Greek
εὐωχητής — a reveller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωχηταί — εὐωχητής a reveller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευωχητήριον — εὐωχητήριον, τὸ (Μ) [ευωχητής] τόπος ευωχίας, αίθουσα συμποσίου … Dictionary of Greek
ευωχητικός — εὐωχητικός, ή, όν (Α) [ευωχητής] αυτός που αναφέρεται σε ευωχία, σε συμπόσιο … Dictionary of Greek