- εὐωχητικός
εὐωχητικός, zum Schmausen gehörig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐωχητικός, zum Schmausen gehörig.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευωχητικός — εὐωχητικός, ή, όν (Α) [ευωχητής] αυτός που αναφέρεται σε ευωχία, σε συμπόσιο … Dictionary of Greek