- εὐωχιάζω
εὐωχιάζω, = εὐωχέω, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐωχιάζω, = εὐωχέω, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευωχιάζω — εὐωχιάζω (Α) [ευωχία] παρέχω γεύμα σε κάποιον, φιλεύω, ευωχώ* … Dictionary of Greek
εὐωχιάζειν — εὐωχιάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐωχιῶν — εὐωχία good cheer fem gen pl εὐωχιάζω fut part act masc voc sg εὐωχιάζω fut part act neut nom/voc/acc sg εὐωχιάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευωχιαστικός — εὐωχιαστικός, ή, όν (Α) [ευωχιάζω] αναγκαίος, κατάλληλος για ευωχία, για συμπόσιο … Dictionary of Greek