- εὐ-υπό-ληπτος
εὐ-υπό-ληπτος, leicht aufzufassen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-υπό-ληπτος, leicht aufzufassen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευυπόληπτος — η, ο (ΑΜ εὐυπόληπτος, ον) νεοελλ. μσν. αυτός που έχει καλή υπόληψη, καλή εκτίμηση στην κοινωνία, ο αξιότιμος («ευυπόληπτος έμπορος») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐυπόληπτον η καλή υπόληψη, αξιοπρέπεια μσν. αρχ. αυτός που παρασύρεται εύκολα («τὸ… … Dictionary of Greek