- εὐ-υπό-δητος
εὐ-υπό-δητος, leicht unterzubinden, ὑποδήματα, leicht anzuziehen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-υπό-δητος, leicht unterzubinden, ὑποδήματα, leicht anzuziehen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευυπόδητος — εὐυπόδητος, ον (ΑΜ) (για πέδιλο) αυτός που δένεται εύκολα, που φοριέται εύκολα («τὰ τῆς Ἑλένης εὐυπόδητα πέδιλα», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο δητος (< υπο δέω «δένω τα υποδήματα»), πρβλ. αν υπόδητος] … Dictionary of Greek