- εὐ-σήκωτος
εὐ-σήκωτος, von gutem, vollem Gewichte, κανών, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σήκωτος, von gutem, vollem Gewichte, κανών, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σηκωτός — (I) ή, ό, Ν [σηκώνω] 1. αυτός τον οποίο μεταφέρουν άλλοι σηκώνοντάς τον 2. φρ. «τόν πήραν [ή «τόν πήγαν] σηκωτό» α) τόν οδήγησαν με την βία κάπου β) τόν σήκωσαν, τόν κουβάλησαν άλλοι, γιατί δεν μπορούσε να μετακινηθεί. (II) ή, όν Μ αυτός που έχει … Dictionary of Greek
σηκωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ανορθωμένος, όρθιος. Σηκωτό κεφάλι. – Σηκωτό κορμί. 2. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται στα χέρια: Τον έβγαλαν σηκωτό έξω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεβαστός — ή, ό 1. αυτός που μεταφέρθηκε σε ψηλότερο επίπεδο, σηκωτός στα χέρια 2. εκείνος που έχει ανέβει σε ψηλό σημείο «ανεβαστός στο δέντρο» 3. (για ζύμη) αυτός που έχει ανέβει, έχει φουσκώσει «ψωμί ανεβαστό» … Dictionary of Greek