- εὐ-σμῑλευτος
εὐ-σμῑλευτος, wohl mit dem Meißel gearbeitet, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σμῑλευτος, wohl mit dem Meißel gearbeitet, Phot.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σμιλευτός — ή, ό / σμιλευτός, ή, όν ΝΑ [σμιλεύω] κατεργασμένος με σμίλη, λαξευτός, σκαλιστός … Dictionary of Greek
σμιλευτός — ή, ό σκαλιστός, λαξεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμιλευτά — σμῑλευτά , σμιλευτός cut neut nom/voc/acc pl σμῑλευτά̱ , σμιλευτός cut fem nom/voc/acc dual σμῑλευτά̱ , σμιλευτός cut fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
τορευτός — ή, ό 1. λαξευτός, σκαλιστός, σμιλευτός: Η ζωφόρος του Παρθενώνα είναι τορευτή. 2. περίτεχνος: Εξώφυλλο βιβλίου τορευτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)