- εὐ-σαρκία
εὐ-σαρκία, ἡ, Fleischigkeit, Wohlbeleibtheit, Arist. H. A. 1, 15, der ἀσαρκία entgeggstzt; Theophr. auch von Früchten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σαρκία, ἡ, Fleischigkeit, Wohlbeleibtheit, Arist. H. A. 1, 15, der ἀσαρκία entgeggstzt; Theophr. auch von Früchten.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκία — σαρκίον bit of flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσαρκία — ἡ, Α η ένωση με γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σαρκία (< σαρκος < σάρξ, σαρκός), πρβλ. ευ σαρκία] … Dictionary of Greek
αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… … Dictionary of Greek
σαρκίο — το / σαρκίον, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιο νεοελλ. 1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση τού ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» είναι δειλός β. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» είναι κοιλιόδουλος, υλιστής,… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek