- εὐ-σύν-θετος
εὐ-σύν-θετος, gut zusammengesetzt, λόγος Arist. rhet. 3, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύν-θετος, gut zusammengesetzt, λόγος Arist. rhet. 3, 3 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
κουφοσύνθετος — κουφοσύνθετος, ον (Μ) επισφαλής, επίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + σύν θετος (< σύνθετος), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] … Dictionary of Greek
ευσύνθετος — εὐσύνθετος, ον (ΑΜ) αυτός που είναι καλά συντεθειμένος, καλά διατεταγμένος μσν. 1. αυτός που έχει ωραίο παράστημα 2. επινοητικός σε κάτι, εφευρετικός αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που συντίθεται εύκολα 2. αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, ο καλόβολος … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek