- εὐ-σύν-οπτος
εὐ-σύν-οπτος, leicht zu übersehen, τὸ πεδίον Aesch. 3, 118; Arist. pol. 7, 4; deutlich, καὶ ἀκριβής Isocr. 15, 172, öfter; übertr., Arist. rhet. 3, 12 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σύν-οπτος, leicht zu übersehen, τὸ πεδίον Aesch. 3, 118; Arist. pol. 7, 4; deutlich, καὶ ἀκριβής Isocr. 15, 172, öfter; übertr., Arist. rhet. 3, 12 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύνοπτος — η, ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, ον) αυτός που συνοράται εύκολα, τού οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που τό αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.) || (νεοελλ. μσν.) 1. συνοπτικός, συντομευμένος 2. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
σύνοπτος — ον, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί να δει κανείς μεμιάς, κάτοπτος, ολοφάνερος («κίνδυνος ἅπασι σύνοπτος», Πολ.) 2. κατανοητός, εύληπτος («σύνοπτα ευνόητα», Ησύχ.) 3. φρ. «ἐν συνόπτῳ εἰμί» είμαι σε τέτοια απόσταση ώστε να βλέπω τη Γη (Αισχίν.).… … Dictionary of Greek