- εὐ-σωματ-ώδης
εὐ-σωματ-ώδης, ες, dasselbe, im comp. εὐσωματωδέστερον Arist. probl. 2, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-σωματ-ώδης, ες, dasselbe, im comp. εὐσωματωδέστερον Arist. probl. 2, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιώδης — κοιλιώδης, ῶδες (AM) αυτός που μοιάζει με κοιλιά, αυτός που έχει σχήμα κοιλιάς («ὑποδοχαὶ κοιλιώδεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + κατάλ. ώδης (πρβλ. πνευματ ώδης, σωματ ώδης)] … Dictionary of Greek
ευσωματώδης — εὐσωματώδης, ες (Α) εύσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σωματ ώδης (< σώμα)] … Dictionary of Greek