εὐ-σωματία

εὐ-σωματία

εὐ-σωματία, , Wohlbeleibtheit, Poll. 2, 235.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σωμάτια — σωμάτιον small body neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικονικά σωμάτια — Φανταστικά σωμάτια, τα οποία δεν μπορούν να ανιχνευθούν και εμφανίζονται κατά τις αλληλεπιδράσεις των στοιχειωδών σωματίων για εξαιρετικά σύντομα χρονικά διαστήματα. Σύμφωνα με την αρχή της αβεβαιότητας (βλ. λ.), το γινόμενο της αβεβαιότητας στη… …   Dictionary of Greek

  • σωματίδια ή σωμάτια — Όνομα με το οποίο στην ατομική και πυρηνική φυσική ορίζονται τα αδιαίρετα συστατικά της ύλης. Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες ήταν γνωστός ένας περιορισμένος αριθμός σ., η συμπεριφορά των οποίων μας έκανε να σκεφτούμε ότι επρόκειτο περί των… …   Dictionary of Greek

  • μεσόνια — Θεμελιώδη ασταθή σωμάτια, αποτελούμενα από μάζα ενδιάμεση μεταξύ ηλεκτρονίων (που ονομάζονται γενικά λεπτόνια ή ελαφρά σωμάτια) και πρωτονίων (βαριόνια ή βαρέα σωμάτια). Πριν από λίγα χρόνια ήταν γνωστοί δύο τύποι μ.: το π (ή πιόνιο) και το κ (ή… …   Dictionary of Greek

  • αντιύλη — Είδος ύλης το οποίο θεωρητικά αποτελείται από σωματίδια αντίθετου φορτίου από εκείνα που αποτελούν τη συνήθη ύλη. Θεωρητικά πάντα, όταν ένα κομμάτι ύλης συναντήσει ένα κομμάτι αντιύλης, θα εξαφανιστούν και τα δύο. Τα άτομα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • αδρόνια — Ομάδα στοιχειωδών σωματίων που αντιλαμβάνονται τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις και συμμετέχουν στις έντονες αλληλεπιδράσεις. Όλα τα στοιχειώδη σωμάτια, εκτός από τα λεπτόνια και το φωτόνιο, είναι α. Υπάρχουν δύο κατηγορίες α., τα μεσόνια, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …   Dictionary of Greek

  • γεωμαγνητικό φαινόμενο — Η επίδραση του γήινου μαγνητικού πεδίου στην κοσμική ακτινοβολία. Το μαγνητικό πεδίο της Γης είναι πολύ ασθενές, της τάξης μόνο ενός γκάους, ενώ είναι εύκολη η παραγωγή πεδίων στους επιταχυντές σωματίων της τάξης αρκετών δεκάδων χιλιάδων γκάους.… …   Dictionary of Greek

  • ακτίνα — Μια από τις φωτεινές γραμμές που εκπέμπονται από ένα φωτεινό σώμα (π.χ. οι α. του ήλιου). Γενικά, κάθε φανταστική γραμμή που ξεκινά από ένα κεντρικό σημείο προς κάθε διεύθυνση (π.χ. οπτική α.). Η έκταση έως την οποία μπορεί να φτάσει κάποια… …   Dictionary of Greek

  • εμβέλεια — Το ολικό μήκος R της τροχιάς που μπορεί να διανύσει ένα σωμάτιο, έως ότου μηδενιστεί η ενέργειά του εξαιτίας ιονισμού (στα άτομα του απορροφητή), διέγερσης και άλλων αλληλεπιδράσεων με το υλικό μέσο στο οποίο κινείται. Η ε. ενός δεδομένου… …   Dictionary of Greek

  • ενοποιημένου πεδίου, θεωρία — Θεωρία που επιζητά την ενοποίηση των ιδιοτήτων του βαρυτικού, ηλεκτρομαγνητικού και πυρηνικού πεδίου (ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής δύναμης), έτσι ώστε όλα τα χαρακτηριστικά της να προκύπτουν από ένα σύστημα εξισώσεων. Λίγο μετά τη διατύπωση της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”