εὐ-στήρικτος

εὐ-στήρικτος

εὐ-στήρικτος, wohl befestigt, Schol. Aesch. Sept. 297.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στηρικτός — ή, όν, Α [στηρίζω] 1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.) 2. στηρικτικός …   Dictionary of Greek

  • θεοστήρικτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρίθηκε για τους αγώνες του εναντίον της εικονομαχίας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. 2. Λέγεται ότι διετέλεσε ηγούμενος της μονής της Πελεκητής στην Τριγλία. Η μνήμη του τιμάται στις 28… …   Dictionary of Greek

  • στηρικταῖς — στηρικτής masc dat pl στηρικτός solid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στηρικτήν — στηρικτής masc acc sg (attic epic ionic) στηρικτός solid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”