εὐ-στέφανος

εὐ-στέφανος

εὐ-στέφανος, p. ἐϋστέφανος, mit schönem Kopfschmucke, στεφάνη, und "schönbekränzt", Letzteres bei Hom. nicht; Artemis, Il. 21, 511; Aphrodite, Od. 8, 267; Hes. Th. 196. 1008 u. sp. D., z. B. Rufin. (V, 87); Demeter, Hes. O. 298; H. h. Cer. 224; von einer Nereide, Hes. Th. 255; der Urania, Ep. ad. 481 (VII, 616); von einer Sterblichen, der Mykene, Od. 2, 120; εὐστέφανοι ϑεῶν ϑυσίαι Ar. Nubb. 307; λειμῶνες Opp. Cyn. 1, 462. – Von Städten, mit Mauern wohl umkränzt, gut befestigt, Θήβη Il. 19, 99; Hes. Sc. 80 Th. 978; Κρότων Dion. P. 369; wie auch ἀγυιαὶ εὐστ. Pind. P. 2, 58 vom Schol. ὑψηλαί, εὖ τετειχισμέναι erklärt wird. Vgl. noch Ep. ad. (App. 336).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Στέφανος — that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… …   Dictionary of Greek

  • Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… …   Dictionary of Greek

  • Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν …   Dictionary of Greek

  • Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”