εὐ-σταλής

εὐ-σταλής

εὐ-σταλής, ές, wohl ausgerüstet, zunächst von Schiffen, von der Flotte, στόλος Aesch. Pers. 781; πλοῦς εὐστ. καὶ οὔριος, leicht, Soph. Phil. 769; von Soldaten, εὐσταλέστατος ὁ ἱππεύς Xen. Equ. 7, 8; bes. von leichtgerüsteten, Thuc. 3, 22, der Schol. erkl. εὔζωνοι; Sp., wie Plut., εὐσταλῆ καὶ γυμνὰ σώματα Crass. 25; εὐσταλέστερος ὁπλισμός, leichte Rüstung, D. Hal. 7, 59; εὐστ. τὸν ὄγκον, Plut. Mar. 34; übertr., gefällig, anständig, κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ, dem ὀγκώδης u. ἐπαχϑής entgeggstzt, Plat. Men. 90 a; Luc. Tim. 54 τὸ σχῆμα εὐσταλὴς καὶ κόσμιος τὸ βάδισμα καὶ σωφρονικὸς τὴν ἀναβολήν, auf einfachen Schmuck u. anständige Haltung zu beziehen, wie Diod. Com. bei Ath. VI, 239 c ποιήσας ἐμαυτὸν εὐσταλῆ, ὥστε μὴ ἐνοχλεῖν τὸν σ υμπότην; Plut. εὐσταλεῖς ἐποίησε ταῖς ἱερουργίαις καὶ περὶ τὰ πένϑη πρᾳοτέρους, Sol. 12. – Adv., ohne Umstände, leicht, καὶ κούφως ἐκτρέχειν Hdn. 4, 15, 3; anständig, ἀναβεβλημένοι Luc. Hermot. 18; vgl. Opp. C. 1, 97.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευσταλής — ές (ΑΜ εὐσταλής, ές) με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία μσν. αρχ. ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος 2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.) 3. πρόσφορος, κατάλληλος 4. ευμεταχείριστος 5. άνετος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοσταλής — μονοσταλής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σταλής (< στέλλω), πρβλ. ευ σταλής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”