εὐ-σταθής

εὐ-σταθής

εὐ-σταθής, ές, ep. ἐϋσταϑής, festgestellt, festgegründet; μέγαρον Od. 18, 374; ϑάλαμος 23, 178; einzeln bei sp. D., wie στάλικες Han. 4, 338; ἀστέρες ἀπλανεῖς καὶ εὐσταϑεῖς, von den Fixsternen, Luc. Dah. beständig, ζέφυρος Ap. Rh. 4, 820. – Bei den Epikuräern, wohlbehalten, gesund am Leibe und heiter, ruhig im Gemüthe, τὸ εὐσταϑὲς σαρκὸς κατάστημα Plut. Non posse 4; ὀξὺς ἅμα καὶ παρ' ἡλικίαν εὐσταϑής Pompei. 4; τὸν βίον εὐσταϑεῖς Ath. I, 4 d; Dion. Hal. de adm. vi Dem. 36 vrbdt εὐστ. καὶ βαρεῖα καὶ αὐστηρὰ καὶ φιλάρχαιος ἁρμονία. Vgl. Lob. Phryn. 282. – Adv., Sp., wie D. L. 7, 182, διαλέγεσϑαι εὐσταϑῶς, sich ruhig unterreden, im Ggstz von ἄρχεσϑαι φιλονεικεῖν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Στάθης — I Έμμετρη κωμωδία του Κρητικού θεάτρου, που γράφτηκε στα μέσα του Που αι. στην Κρήτη. Συγγραφέας του «Σ.» θεωρείται ο ηθοποιός Μενούτος, μέλος θιάσου που επί Βενετσιάνων περιόδευαν στο νησί. Αποτελείται από 1.458 ομοιοκατάληκτους… …   Dictionary of Greek

  • σταθῇς — ἵστημι make to stand aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλιζώτης, Στάθης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το χωριό Αγία Ευθυμία της Άμφισσας. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Νάκου Πανουργιά …   Dictionary of Greek

  • Αραχοβίτης, Στάθης — Αγωνιστής του 1821. Σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή (1826) …   Dictionary of Greek

  • Γεροδημήτρης, Στάθης — Αγωνιστής του 1821 από την Κανδήλα του Ξηρόμερου, γνωστός και με το παρωνύμιο Πιτσικάς. Πολέμησε με τον Γ. Βαρνακιώτη και αργότερα με τον Απ. Κουσουρή. Στη συνέλευση του Αιτωλικού (17 Δεκεμβρίου 1824) εκπροσώπησε την επαρχία του. Υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Γουργουρής, Στάθης — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Γαλαξίδι και ήταν κληρικός. Ο Γ. επικεφαλής 80 έως 100 αντρών, πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Μετά την καταστροφή του Γαλαξιδίου, ακολούθησε τον Ηλία Μαυρομιχάλη στην Πελοπόννησο, όπου πολέμησε στην… …   Dictionary of Greek

  • Ζαρκιάς, Στάθης — (1903 – 1948). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και εργάστηκε ως τελωνειακός υπάλληλος στον Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας κ.α. Τα πρώτα δημοσιεύματά του τα υπέγραφε συχνά με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάκρος Αλτάνης. Η ποιητική συλλογή του Τ’ αντίφωνα …   Dictionary of Greek

  • КАЛОФОНИЧЕСКОЕ ПЕНИЕ — Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) Аколуфии. 1336 г. (Athen. Bibl. Nat. 2458. Fol. 1) [калофония; греч. καλοφωνία, от καλός прекрасный и φωνή голос, звук], греч. певч. стиль, расцвет которого приходится на 2 последних столетия… …   Православная энциклопедия

  • ДАВИД РЕДЕСТСКИЙ — [Ϫαβὶδ ῾Ραιδεστινός], мон. и доместик мон ря Пантократор на Афоне, визант. мелург и писец (1 я пол. XV в.). Происходил из г. Редеста в Вост. Фракии (ныне Текирдаг, Турция). Хрисанф из Мадита, еп. Диррахия (Θεωρητικόν. Σ. 354. § 54), упоминает его …   Православная энциклопедия

  • ДАМИАН ВАТОПЕДСКИЙ — [греч. Ϫαμιανὸς Βατοπεδινός], иером., греч. мелург (нач. 3 й четв. XVII сер. 1 й четв. XVIII в.). Ссылки на муз. произведения Д. В. и их подборки встречаются во мн. греч. певч. рукописях поствизант. периода, гл. обр. кон. XVII в. и более поздних …   Православная энциклопедия

  • ДАНИИЛ АГИОРИТ ФЕССАЛОНИКИЙСКИЙ — [греч. Ϫανιὴλ ῾Αϒιορείτης Θεσσαλονικαῖος], мон., греческий мелург (2 я пол. XVII 1 я четв. XVIII в.). В греч. певч. источниках содержится большое число упоминаний о мелургах и др. деятелях певч. искусства, носящих имя Даниил. Кроме того, это имя… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”