- εὐ-στιβής
εὐ-στιβής, ές, oft, stark betreten, εὐστιβὲς αἰϑυίαις λέπας Ep. ad. 128 (VI, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-στιβής, ές, oft, stark betreten, εὐστιβὲς αἰϑυίαις λέπας Ep. ad. 128 (VI, 23).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευστιβής — εὐστιβής, ές (Α) 1. (για δρόμο ή χώρο) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να πατήσει κανείς («εὐστιβὴς και βάσιμος ὁδός») 2. ευκολονόητος, σαφής («κατὰ τὴν εὐστιβῆ καὶ ἁπλουστέραν τοῑς πολλοῑς θεωρίαν», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιβής (<… … Dictionary of Greek
ηλιοστιβής — ἡλιοστιβής, ές (Α) αυτός που πατιέται από το άρμα τού ήλιου, που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιοφώτιστος («ἡλιοστιβεῑς ἀνατολαί», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στιβης (< στείβω «πατώ»). Τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ τής ρίζας… … Dictionary of Greek
θεοστιβής — θεοστιβής, ές (AM) αυτός πάνω στον οποίο βάδισε ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. πεδο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek
πλανοστιβής — ές, Α (για τόπους, χώρες) αυτός τον οποίο πατούν περιπλανώμενοι άνθρωποι («βεβῶντ ἄν ἀεὶ τὴν πλανοστιβῆ χθόνα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνος (< πλανῶμαι) + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. νιφο στιβής, χθονο στιβής] … Dictionary of Greek
χθονοστιβής — ές, Α αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιο στιβής, νιφο στιβής] … Dictionary of Greek
μονοστιβής — μονοστιβής, ές (Α) αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο στιβής] … Dictionary of Greek
νιφοστιβής — νιφοστιβής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῡτο μὲν νιφοστιβεῑς χειμῶνες ἐκχωροῡσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονο… … Dictionary of Greek
ομοστιβής — ὁμοστιβής, ές (Α) 1. αυτός που βαδίζει στα ίδια ίχνη, που πορεύεται μαζί 2. μτφ. ο σύμφωνος με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στιβής (< στίβος, ὁ < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. μονο στιβής] … Dictionary of Greek
πεδοστιβής — ές, Α 1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη 2. ο πεζός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο στιβής] … Dictionary of Greek
περιστιβής — ές, Α 1. πατημένος κυκλικά από παντού 2. συμπαγής, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. απο στιβής] … Dictionary of Greek