- εὐ-στείρη
εὐ-στείρη, ναῦς, mit gutem Kiel, Ap. Rh. 1, 400, Schol. εὔτροπις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-στείρη, ναῦς, mit gutem Kiel, Ap. Rh. 1, 400, Schol. εὔτροπις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στείρη — ἡ, Α βλ. στείρα … Dictionary of Greek
στείρῃ — στεῖρα 1 forepart of a ship s keel fem dat sg (epic ionic) στεῖρα 2 that has not brought forth young fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
στείρα — (I) η / στεῑρα, ΝΜΑ, ιων. τ. στείρη Α νεοελλ. ναυτ. ισχυρή χαλύβδινη δοκός ή χαλύβδινο κατασκεύασμα που υψώνεται κατακόρυφα από την τρόπιδα τού σκάφους στο πρωραίο άκρο του και πάνω στην οποία καταλήγουν και καρφώνονται τα ελάσματα τής εξωτερικής … Dictionary of Greek