εὐρύ-αλος

εὐρύ-αλος

εὐρύ-αλος, = Folgdm; χῶρος Opp. H. 1, 62; οὐράνια νέφεα Antp. Sid. 51 (VII, 748).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρωπός — I Αρχαία πόλη που ίδρυσαν οι Μακεδόνες. Βλ. λ. Δούρα. II Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 80 μ., 2.425 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * εὐρωπός, ή, όν (ΑΜ) ευρύς («ἐν εὐρωποῑσιν ἁλὸς λαγόνεσσι»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”