- εὐρύ-βατος
εὐρύ-βατος, weit schreitend, ausgedehnt, Qu. Sm. 2, 282 u. a. sp. D.; vgl. Ar. Av. 233 u. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρύ-βατος, weit schreitend, ausgedehnt, Qu. Sm. 2, 282 u. a. sp. D.; vgl. Ar. Av. 233 u. N. pr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιόβατος — οἰόβατος, ον (Α) αυτός που πορεύεται μόνος, μονήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύ βατος] … Dictionary of Greek
πολύβατος — ον, Α 1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές 2. πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύ βατος] … Dictionary of Greek
ευρύβατος — εὐρύβατος, ον (Α) 1. αυτός που κάνει μεγάλα βήματα 2. ευρύχωρος, εκτεταμένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Εὐρύβατος α) διάσημος απατεώνας τού οποίου το όνομα κατέστη παροιμιώδες β) ο προδότης τού Κροίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βατός (< βαίνω)] … Dictionary of Greek