- εὐρύ-κερως
εὐρύ-κερως, ωτος, mit breiten Hörnern, breitem Geweih, Dammhirsche, Opp. C. 2, 293. 3, 2; sonst auch Mosch. 2, 153, βοῦς, wo jetzt ἠΰκερως steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρύ-κερως, ωτος, mit breiten Hörnern, breitem Geweih, Dammhirsche, Opp. C. 2, 293. 3, 2; sonst auch Mosch. 2, 153, βοῦς, wo jetzt ἠΰκερως steht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύκερως — ο (Α εὐρύκερως, ωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. ονομασία πτηνού τής Μαδαγασκάρης αρχ. (για βόδια και ελάφια) με πλατιά κέρατα, με κέρατα τών οποίων απλώνονται οι διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κερως (< κέρας), πρβλ. αιγό κερως, βού κερως] … Dictionary of Greek