- εὐρύ-ζυγος
εὐρύ-ζυγος, Ζεύς, wie ὑψίζυγος, Pind. bei Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρύ-ζυγος, Ζεύς, wie ὑψίζυγος, Pind. bei Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρύζυγος — εὐρύζυγος, ον (Α) (επίθ. τού Διός) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ζυγός] … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek