- εὐρυ-γάστωρ
εὐρυ-γάστωρ, weitbauchig, Apolld. 2, 2, 2, so für εὐρυγάστηρ zu lesen, s. Lob. zu Phryn. p. 660.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-γάστωρ, weitbauchig, Apolld. 2, 2, 2, so für εὐρυγάστηρ zu lesen, s. Lob. zu Phryn. p. 660.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυγάστωρ — ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, ορος, ὁ, ἡ) νεοελλ. σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς (για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ *… … Dictionary of Greek
ισχνογάστωρ — ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α) (για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ, μεγαλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
κοιλογάστωρ — κοιλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.) 2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος +… … Dictionary of Greek
πλατυγάστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ] … Dictionary of Greek