- εὐρυ-κάρηνος
εὐρυ-κάρηνος, breitköpfig, übh. breit; σιγύνη Opp. C. 1, 152; πίϑος Nonn. 20, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-κάρηνος, breitköpfig, übh. breit; σιγύνη Opp. C. 1, 152; πίϑος Nonn. 20, 127.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκάρηνος — εὐκάρηνος, ον, ποιητ. τ. ἠϋκάρηνος (Α) αυτός που έχει ωραίο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρηνος (< κάρα «κεφάλι»), πρβλ. ευρυ κάρηνος, χρυσο κάρηνος)] … Dictionary of Greek
ευρυκάρηνος — εὐρυκάρηνος, ον (Α) με μεγάλο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + καρηνος < κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. αυτο κάρηνος, χρυσο κάρηνος)] … Dictionary of Greek