- εὐρυ-πώγων
εὐρυ-πώγων, ωνος, mit breitem Barte, Tzetz. P. H. 654.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-πώγων, ωνος, mit breitem Barte, Tzetz. P. H. 654.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυπώγων — εὐρυπώγων, ωνος, ὁ (Μ) αυτός που έχει πλατιά, μεγάλη γενειάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πώγων (< πώγων), πρβλ. τραγο πώγων, χαλκο πώγων] … Dictionary of Greek