- εὐρυ-πέδῑλος
εὐρυ-πέδῑλος, breitschuhig, ὁπλή, breiter Huf, Opp. C. 1, 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐρυ-πέδῑλος, breitschuhig, ὁπλή, breiter Huf, Opp. C. 1, 288.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) … Dictionary of Greek
ωκυπέδιλος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) ωκύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πέδιλον (πρβλ. εὐρυ πέδιλος)] … Dictionary of Greek