- εὐ-πέπαντος
εὐ-πέπαντος, sehr reif, Theophr., Conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πέπαντος, sehr reif, Theophr., Conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπέπαντος — εὐπέπαντος, ον (ΑΜ) (για ευώδεις καρπούς ή ουσίες) ώριμος, καλά ωριμασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεπαντος (< πεπαίνω «ωριμάζω»), πρβλ. δυσ πέπαντος, οινο πέπαντος] … Dictionary of Greek