- εὐ-πάθησις
εὐ-πάθησις, ἡ, das Wohlbefinden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-πάθησις, ἡ, das Wohlbefinden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάθησις — passivity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήσει — πάθησις passivity fem nom/voc/acc dual (attic epic) παθήσεϊ , πάθησις passivity fem dat sg (epic) πάθησις passivity fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθήσεις — πάθησις passivity fem nom/voc pl (attic epic) πάθησις passivity fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθησι — πάθησις passivity fem voc sg πάσχω have aor subj mp 2nd sg (epic) πάσχω have aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθησιν — πάθησις passivity fem acc sg πάσχω have aor subj mp 2nd sg (epic) πάσχω have aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηση — η (ΑΜ πάθησις) [πάσχω] βλάβη στον οργανισμό και καταστροφή τής υγείας και τής ισορροπίας του, η κατάσταση τού πάσχοντος, νόσος, ασθένεια, οργανική βλάβη («πάθηση τών νεφρών») νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται ως στατική, η… … Dictionary of Greek
παθήσεως — παθήσεω̆ς , πάθησις passivity fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)