εὐ-ποιητικός

εὐ-ποιητικός

εὐ-ποιητικός, ή, όν, wohlthuend, wohlthätig, τινός, Arist. rhet. 2, 2; εἰς χρήματα 3, 4; a. Sp.; τὸ εὐποιητικόν, Wohlthätigkeit, Arist. rhet. 1, 11; Plut. stoic. repugn. 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ποιητικός — capable of making masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ποιητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή: Ποιητική εικόνα. – Ποιητική διάθεση. – Ποιητική λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νούς ποιητικός —         (nus poietikos) (греч.) ум творящий. Термин Аристотеля. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ποιητικά — ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc pl ποιητικά̱ , ποιητικός capable of making fem nom/voc/acc dual ποιητικά̱ , ποιητικός capable of making fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικώτερον — ποιητικός capable of making adverbial comp ποιητικός capable of making masc acc comp sg ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικωτέραις — ποιητικός capable of making fem dat comp pl ποιητικωτέρᾱͅς , ποιητικός capable of making fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικωτέρων — ποιητικός capable of making fem gen comp pl ποιητικός capable of making masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικῶν — ποιητικός capable of making fem gen pl ποιητικός capable of making masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικόν — ποιητικός capable of making masc acc sg ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικώτατα — ποιητικός capable of making adverbial superl ποιητικός capable of making neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”