εὐ-πλεκής

εὐ-πλεκής

εὐ-πλεκής, ές, ep. ἐϋπλεκής, wohl geflochten, ϑύσανοι, δίφροι, Il. 2, 449. 23, 436; Hes. Sc. 306. 370 u. sp. D., wie Iul. Aeg. 6 (VI, 28) σπυρίδες.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλέκῃς — πλέκω plait pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… …   Dictionary of Greek

  • νευροπλεκής — νευροπλεκής, ές (Α) πλεγμένος με νευρές, με χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + πλεκής (πρβλ. νεο πλεκής, χορο πλεκής)] …   Dictionary of Greek

  • νεοπλεκής — νεοπλεκής, ές (Α) αυτός που πλέχθηκε πρόσφατα («νεοπλεκὴς κάλαθος», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλεκής (< πλέκω), πρβλ. βαθυ πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • ομοπλεκής — ὁμοπλεκής, ές (ΑΜ) αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. αμφι πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • περιπλεκής — ές, Μ (ποιητ. τ.) περίπλεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπλεκής — ές, ΜΑ μσν. πολύ περίπλοκος («πολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.) αρχ. πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμ πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • συμπλεκής — ές, ΜΑ μπλεγμένος, μπερδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • τριπλεκής — ές, Α πλεγμένος με τρία μέρη, τρίπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλεκής (< πλέκος, τό «πλέγμα»), πρβλ. πολυ πλεκής] …   Dictionary of Greek

  • χοροπλεκής — ές, ΜΑ (ποιητ. τ.) πιθ. αυτός που συγκροτεί χορούς ή αυτός που είναι συντεθειμένος με χορούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. νευρο πλεκής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”