- κἄμμες
κἄμμες, d. i. καὶ ἄμμες, äol. u. dor. = καὶ ἡμεῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κἄμμες, d. i. καὶ ἄμμες, äol. u. dor. = καὶ ἡμεῖς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κἄμμες — ἄμμες , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)